X
GO
  • Ιστορία
  • Σκοπός
  • Πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο

«ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ»

Την 1-6-1932, στην αίθουσα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών υπογράφηκε από ομάδα ευσεβών προσωπικοτήτων, διαφόρων ειδικοτήτων, το Πρακτικό της «εν Αθήναις ιδρύσεως κοινωνικής οργανώσεως υπό την επωνυμία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ»» και ψηφίστηκε το Καταστατικό της, το οποίο ενεκρίθη από το Πρωτοδικείο Αθηνών την 25-6-1932.

Το έργο της «Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως» διακρινόταν αφ’ ενός σε διαφωτιστικό και αφ’ ετέρου σε φιλανθρωπικό-κοινωνικό, με παράλληλη προώθηση και των δύο αυτών τομέων δράσεως.

Το έτος 1933 συγκροτήθηκε από τον αείμνηστο Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Παναγιώτη Μπρατσιώτη ο «Ακαδημαϊκός Κοινωνικός Σύνδεσμος», στις συγκεντρώσεις του οποίου, εντός του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι φοιτητές παρακολουθούσαν και μελετούσαν θέματα χριστιανικής Κοινωνιολογίας.

Καθιερώθηκε επίσης σειρά ομιλιών και συνάξεων, από τις οποίες προήλθε ο, κατά το 1943 ιδρυθείς από τον ίδιο ως άνω αείμνηστο Καθηγητή Παναγιώτη Μπρατσιώτη, «Χριστιανικός Κοινωνικός Κύκλος». Σε αυτόν γινόταν συζήτηση για φλέγοντα θέματα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού και της παραδόσεως, για το αναφυέν αργότερα εκπαιδευτικό ζήτημα, για τις πνευματικές προϋποθέσεις της συμμετοχής της χώρας μας στην κοινή Ευρωπαϊκή Αγορά και για πλήθος άλλων.

Η «Χριστιανική Κοινωνική Ένωση» από το επόμενο έτος της ιδρύσεώς της διοργάνωσε σειρά διαλέξεων σε επίσημα βήματα, και συγκεκριμένα του «Παρνασσού», για να γνωστοποιήσει την ίδρυσή της και να συμβάλει στην προβολή του χριστιανικού κοινωνικού κηρύγματος.

Ακόμη, για να επεκτείνει τον διαφωτισμό στις λαϊκές τάξεις «δια την εις αυτάς μετάδοσιν ωφελίμων γνώσεων και εξύψωσιν του φρονήματος αυτών», αποφάσισε κατά το φθινόπωρο του 1932, την ίδρυση «Νυκτερινού Λαϊκού Πανεπιστημίου», συνεχίζοντας και συστηματοποιώντας την επί δεκαετηρίδες καταβαλλόμενη συναφή προσπάθεια της «Εταιρείας Φίλων του Λαού». Στα μαθήματα του Νυκτερινού Λαϊκού Πανεπιστημίου δίδαξαν δωρεάν Καθηγητές του Πανεπιστημίου διαφόρων ειδικοτήτων, και άλλοι διακεκριμένοι επιστήμονες και εκπαιδευτικοί, διάφορα μαθήματα και ξένες γλώσσες. Η λειτουργία του ανεστάλη το 1936, διότι υπήρξε δυσκολία στην εξεύρεση κατάλληλων χώρων για την εγκατάσταση αυτού ως ιδιαιτέρου Νομικού Προσώπου.

Αξιόλογη υπήρξε η προσφορά της «Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως» με την ανάληψη από αυτήν των ευθυνών λειτουργίας του πρώτου στην Ελλάδα Νυκτερικού Γυμνασίου, που παραχωρήθηκε σε αυτή το έτος 1936 από τον «Φοιτητικό Εκπαιδευτικό Σύλλογο», μία ομάδα δηλαδή ενθουσιωδών φοιτητών και πτυχιούχων των καθηγητικών σχολών του Πανεπιστημίου Αθηνών, που είχαν την πρωτοβουλία της ιδρύσεώς του, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε φιλομαθείς άπορους και εργαζόμενους νέους να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη Μέση Εκπαίδευση. Το εν λόγω γυμνάσιο λειτούργησε σε διάφορα κτίρια κρατικών σχολείων, με την ευθύνη της Ενώσεως, μέχρι το έτος 1962. Η Ακαδημία Αθηνών, αναγνωρίζοντας το σπουδαίο αυτό έργο της «Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως» την επιβράβευσε το έτος 1947, κατά τη συμπλήρωση δεκαετίας από της λειτουργίας του εν λόγω Γυμνασίου.

Στο ίδιο κτίριο, ίδρυσε η «Χριστιανική Κοινωνική Ένωση», το έτος 1936 επίσης, και «Νυκτερινόν Σχολείον αναλφαβήτων», ώστε να παρασχεθεί σπουδαία υπηρεσία με την έμπρακτο καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, το οποίο λειτούργησε επί σειρά ετών.

Κατά την περίοδο του πολέμου και της κατοχής, διέθεσε σημαντικό ποσό υπέρ της «Φιλοστράτου Αδελφότητος» και συνετήρησε δύο «Ενοριακάς Φιλοπτώχους Στέγας» στα Πετράλωνα και τους Αμπελόκηπους, όπου περιθάλπονταν εντελώς απροστάτευτα ορφανά. Από τα πρακτικά της Ενώσεως προκύπτει ότι συνεζητείτο και η ίδρυση Σχολής Ορθόδοξων Νοσοκόμων και Σχολή Κοινωνικής Εργασίας, καθώς και Χριστιανικών Ασύλων άστεγων γυναικών, που όμως λόγω των πολεμικών και μεταπολεμικών γεγονότων, δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί.

Το σημαντικότερο όμως επίτευγμα της «Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως» υπήρξε η εκ του μηδενός δημιουργία από αυτήν του Νοσοκομείου «Ο Άγιος Σάββας». Το θέμα της αντιμετωπίσεως της νόσου του καρκίνου απασχολούσε τις προσωπικότητες που συγκρότησαν την «Χριστιανική Κοινωνική Ένωση» και πριν την επίσημη ίδρυσή της. Κατά τις πρώτες συνεδριάσεις του πρώτου Δ.Σ. της ο Πρόεδρος αείμνηστος Καθηγητής Αριστοτέλης Κούζης πρότεινε, και όλα τα μέλη αποδέχθηκαν την ανάληψη από αυτήν του παντελώς ανυπάρκτου τότε στην Ελλάδα αγώνα κατά της επάρατης νόσου και την ίδρυση ειδικού Φιλανθρωπικού και Επιστημονικού Ιδρύματος, του «Ελληνικού Αντικαρκινικού Ινστιτούτου», το οποίο θα είχε ως σκοπό την καταπολέμηση του καρκίνου στην Ελλάδα όπως και την έρευνα των αιτίων και των μέσων προφυλάξεως και θεραπείας της νόσου αυτής. Και μάλιστα όταν στο ταμείο της Ενώσεως δεν υπήρχαν περισσότερες από 3.000 έως 4.000 δραχμές. Την όλη μέριμνα του δυσχερούς αυτού έργου ανέθεσε το Διοικητικό Συμβούλιο στον Πρόεδρό του Καθηγητή Αριστοτέλη Κούζη, ο οποίος, ίσως επειδή είχε απωλέσει και τους δύο γονείς του από τη νόσο του καρκίνου, είχε εγκύψει από νέος στην μελέτη της νόσου αυτής και είχε συγγράψει επιστημονικές εργασίες σχετικές με αυτήν. Ξεκίνησε λοιπόν, αμέσως, με έντυπα και ειδικά φυλλάδια, αγώνα διαφωτίσεως της ελληνικής κοινής γνώμης, του Κράτους και διαφόρων οργανισμών και ιδρυμάτων, για την επιτακτική ανάγκη ιδρύσεως του εν λόγω Ινστιτούτου, και άρχισε την προσπάθεια προς κάθε δυνάμενο να βοηθήσει στην Ελλάδα και το εξωτερικό, για την εξεύρεση των αναγκαίων προς πραγμάτωση του έργου τούτου πόρων.

Η διακήρυξη της «Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως», υπογραφόμενη από περισσότερα των πλέον των διακοσίων πρόσωπα κατά το έτος 1934, που ήταν μέλη της, στα οποία περιλαμβάνονταν προσωπικότητες γενικής αναγνωρίσεως και μεγάλου πανελληνίου αλλά και διεθνούς κύρους, εξήγγειλε ότι εκείνη θα αναλάμβανε τον αγώνα κατά της επαράτου νόσου και απηύθυνε προς όλους την έκκλησή της όπως ενισχυθεί στην επιδίωξή της αυτή. Αυτή η διακήρυξη συγκλόνισε τους πάντες, διότι όλοι αναγνώριζαν την επιτακτική ανάγκη καταπολεμήσεως αυτής της νόσου. Εντός ελάχιστου χρόνου άρχισε να εκδηλώνεται από όλους η διάθεση ενισχύσεως του έργου αυτού. Τον Ιανουάριο του έτους 1934 ανακοινώθηκε η δωρεά, από την εδρεύουσα στο Βερολίνο εταιρεία ηλεκτρικών ειδών «SANITAS», ενός μηχανήματος ακτίνων RONTGEN 35.000V αντικαρκινικής θεραπείας και η δωρεά από τον Καθηγητή Γυναικολογίας Σωκράτη Τσάκωνα ποσότητας Ραδίου για την θεραπεία της νόσου. Επίσης δόθηκε κρατική ενίσχυση 200.000 δραχμών, κληροδοσία 500.000 δραχμών από τον μεγαλοβιομήχανο Γεώργιο Ζαβορίτη, δωρεά από τους αδελφούς Παπαστράτου Ραδίου αξίας 3.000.000 δραχμών, καθώς και η παραχώρηση από το Δήμο Αθηναίων, κατά την δημαρχία του Κωνσταντίνου Κοτζιά, του αναγκαίου οικοπέδου επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, για την ίδρυση του Αντικαρκινικού Ινστιτούτου.

Εντός ενός έτους, είχαν ήδη τεθεί οι βάσεις και συγκεντρωθεί μεγάλο μέρος των αναγκαίων υλικών μέσων για την πραγμάτωση του εγχειρήματος αυτού. Κατά τη Γενική Συνέλευση της 20ης Μαρτίου 1935 διαπιστώθηκε η ανάγκη ιδρύσεως ιδίου Νομικού Προσώπου προς επιδίωξη ειδικώς του σκοπού της καταπολεμήσεως του καρκίνου και αποφασίστηκε η ίδρυση του Ιδρύματος υπό την επωνυμία «Ελληνικόν Αντικαρκινικόν Ινστιτούτον» της Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως. Το νεοσυσταθέν Ίδρυμα χειραφετήθηκε από την ιδρύτριά του Ένωση, προς διευκόλυνση της διοργανώσεως και λειτουργίας του, η «Χριστιανική Κοινωνική Ένωσις» όμως ελάμβανε πάντοτε ειδική μέριμνα για την πνευματική και την εν γένει ενίσχυση του έργου του. Στο πρώτο δε Διοικητικό Συμβούλιό του μετείχαν έξι εκ των μελών της «Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως». Ως ισόβια μέλη της Διοικήσεως του Ιδρύματος ορίσθηκαν από την αρχή οι αείμνηστοι Αριστοτέλης Κούζης, Παναγιώτης Πουλίτσας και Παναγιώτης Μπρατσιώτης. Το όλο έργο εξελίχθηκε πολύ γρήγορα. Την 29η Ιουνίου 1935 κατατέθηκε σε επίσημη τελετή, χοροστατούντος του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου, από τον τότε Πρωθυπουργό αείμνηστο Παναγή Τσαλδάρη, ο θεμέλιος λίθος ανεγέρσεως του Ινστιτούτου, βάσει σχεδίων, καταρτισθέντων δωρεάν από τον αρχιτέκτονα Βασ. Τσαγρή. Συνεχίσθηκαν δε από όλες τις πλευρές οι δωρεές για την ανοικοδόμηση του θεραπευτηρίου του - Νοσοκομείου «Ο Άγιος Σάββας», αλλά και η προσπάθεια για την προμήθεια των απαραίτητων μηχανημάτων και εξεύρεση των άριστων ειδικών επιστημόνων για την στελέχωση του Ινστιτούτου.

Στα μέσα του έτους 1937 έγινε η έναρξη λειτουργίας του Νοσοκομείου του «Ελληνικού Αντικαρκινικού Ινστιτούτου», το οποίο εμπλουτιζόμενο με τελειότατα ειδικά μηχανήματα, εργαστήρια έρευνας και λοιπά μέσα για την αρτιώτερη λειτουργία του και επεκτεινόμενο σε νέους χώρους, κατέστη το πρώτο στην Ελλάδα συστηματικό κέντρο ανιχνεύσεως και θεραπείας του καρκίνου.

Το νεοσυσταθέν Ίδρυμα αναπτύχθηκε ταχύτατα με την πάροδο των ετών. Κατά το έτος 1952 θεμελιώθηκε και η κεντρική πτέρυγα του ιδρύματος, η οποία αφιερώθηκε στους «Αριστοτέλη και Ευγενία Κούζη», και αργότερα θεμελιώθηκαν και άλλες νεότερες πτέρυγες σε αυτό, ώστε να λάβει την σημερινή του κτιριακή μορφή. Συνεχίζει δε έως και σήμερα αόκνως το συνεχώς διευρυνόμενο μέγα κοινωνικό έργο του, για την καταπολέμηση της επαράτου νόσου, και την θεραπεία και ανακούφιση των πασχόντων συνανθρώπων μας. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, πλέον της διαρκούς ενισχύσεως του Νοσοκομείου «Ο Άγιος Σάββας» με εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας, και στην ανάπτυξη δραστηριοτήτων που βοηθούν κυρίως στην πρόληψη της νόσου του καρκίνου με τη διενέργεια πανελλαδικά προγραμμάτων πληθυσμιακού ελέγχου για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και τον καρκίνο του μαστού. Η ενίσχυση, ιδίως πνευματική, του Αντικαρκινικού Ιδρύματος, ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας του έργου που αυτό επιτελεί, απορροφά πλέον όλη την δραστηριότητα της «Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως».

ΣΚΟΠΟΣ – ΜΕΣΑ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΕΩΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού, σκοπός της «Χριστιανικής Κοινωνικής Ενώσεως» ήταν η, στην ελληνική κοινωνία, «διάδοσις και επικράτησις των ηθικών και κοινωνικών αρχών της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης και αγάπης, κατά το πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας, και ιδιαιτέρως εν αναφορά προς την οικονομικήν οργάνωσιν της κοινωνίας».

Η πραγματοποίηση του σκοπού της Ενώσεως επιδιώκεται με τα αναφερόμενα στο άρθρο 3 του καταστατικού μέσα, ήτοι:

«α) δια καταλλήλων ομιλιών και διαλέξεων,
β) δια προσφόρων δημοσιευμάτων,
γ) δια της διοργανώσεως συσκέψεων και συνεδριών,
δ) δια της προσπαθείας προς βελτίωσιν της οικονομικής θέσεως των πασχουσών τάξεων,
ε) δια της μερίμνης προς πραγμάτωσιν των σκοπών και του έργου του υπό της Ενώσεως ιδρυθέντος Ιδρύματος υπό την επωνυμίαν «Ελληνικό Αντικαρκινικόν Ινστιτούτον» και
στ) δια παντός εν γένει τρόπου, τον οποίον ήθελε κρίνει συντελεστικόν το Δ. Συμβούλιον.».

ΠΡΩΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ»

Το πρώτο δωδεκαμελές Συμβούλιο αυτής εξελέγη από την Γενική Συνέλευση της Ενώσεως και αποτελείτο από τους:

  • Αριστοτέλη Κούζη, Καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκό, ως Πρόεδρο,
  • Κωνσταντίνο Γ. Παπαδόπουλο, Αρεοπαγίτη, ως Αντιπρόεδρο,
  • Παναγιώτη Πουλίτσα, Δικηγόρο τότε, Πρόεδρο Συμβουλίου Επικρατείας, Ακαδημαϊκό και Πρωθυπουργό βραδύτερον, ως Αντιπροέδρο,
  • Ιωάννη Δαγλαρίδη, Διευθυντή τμήματος Εθνικής Τραπέζης, ως Ταμία,
  • Παναγιώτη Μπρατσιώτη, Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκό, ως Γενικό Γραμματέα,
  • Αλέξανδρο Τσιριντάνη, Δικηγόρο τότε, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών βραδύτερον, ως Ειδικό Γραμματέα, και τους
  • Γαβριήλ Ανδρεόπουλο, Έμπορο,
  • Νικόλαο Γρανίτσα, Εισαγγελέα Εφετών,
  • Οδυσσέα Μαρούλη, Υποστράτηγο, Διοικητή Γεωγρ. Υπηρεσίας Στρατού,
  • Πελοπίδα Πίκουλα, Υποστράτηγο,
  • Ιωάννη Πολίτη, Καθηγητή Φυσικομαθηματικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών και Ακαδημαϊκού, και
  • Ιωάννη Χαντέλη, Πρόεδρο του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, ως μέλη.